απροσκύνητος

απροσκύνητος
-η, -ο
επίρρ.
1. εκείνος τον οποίο δεν προσκύνησαν ή δεν προσκυνούν: Για να πάρει τη θέση αυτή, δεν άφησε δυνατό απροσκύνητο.
2. αυτός που δεν ταπεινώνεται, δεν υποτάσσεται στους δυνατούς: Σ' όλη του τη ζωή ήταν άνθρωπος περήφανος, απροσκύνητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απροσκύνητος — η, ο (Μ ἀπροσκύνητος, ον) 1. αυτός που δεν τον έχουν προσκυνήσει αρχ. 1. αυτός που δεν έχει προσκυνήσει 2. αυτός που δεν προσκυνά κανένα, δεν ταπεινώνεται, δεν υποδουλώνεται …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԵՐԿՐՊԱԳԵԼԻ — ( ) NBH 1 0142 Chronological Sequence: 8c ա. ἁπροσκύνητος Ո չէ երկրպագելի. որում ոչ լինի երկիրպագանել. *Որպէս զծառայ, որպէս զմարդ (ոք) աներկրպագելի. Աթ. ՟Բ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”